- μεγάκυκλος
- ο физ. мегагерц
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεγάκυκλος — η, ο (Μ μεγάκυκλος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μεγάκυκλος (επικοιν.) κοινή ονομασία τού όρου μεγαχέρτς μσν. αυτός που σχηματίζει μεγάλο κύκλο … Dictionary of Greek
μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… … Dictionary of Greek